Translation meaning & definition of the word "askew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασκεύασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Askew
[Ασκέ]/əskju/
adjective
1. Turned or twisted toward one side
- "A...youth with a gorgeous red necktie all awry"- g.k.chesterton
- "His wig was, as the british say, skew-whiff"
- synonym:
- askew ,
- awry(p) ,
- cockeyed ,
- lopsided ,
- wonky ,
- skew-whiff
1. Στραμμένος ή στραμμένος προς τη μία πλευρά
- "Α. νεότερος με ένα πανέμορφο κόκκινο λαιμό όλα στραβά"- γ.κ. τσέστερτον
- "Η περούκα του ήταν, όπως λένε οι βρετανοί, σκεπτόμυαλος"
- συνώνυμο:
- ασκείται ,
- υπ()<TAG1> ,
- παραπλανημένοσ ,
- λυγισμένος ,
- βαρύτητα ,
- ανατριχιαστικός
adverb
1. Turned or twisted to one side
- "Rugs lying askew"
- "With his necktie twisted awry"
- synonym:
- askew ,
- awry ,
- skew-whiff
1. Στροφή ή στριμμένη στη μία πλευρά
- "Φάρμακα που λένε ψέματα"
- "Με το λαιμό του στριμμένο στραβά"
- συνώνυμο:
- ασκείται ,
- λαχταρώ ,
- ανατριχιαστικός
Examples of using
The table is askew, it's likely going to turn over soon.
Ο πίνακας είναι αρκετά ανεπτυγμένος, πιθανότατα θα γυρίσει σύντομα.