Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "aside" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Aside

[Εκτός]
/əsaɪd/

noun

1. A line spoken by an actor to the audience but not intended for others on the stage

    synonym:
  • aside

1. Μια γραμμή που ομιλείται από έναν ηθοποιό στο κοινό, αλλά δεν προορίζεται για άλλους στη σκηνή

    συνώνυμο:
  • από την άλλη

2. A message that departs from the main subject

    synonym:
  • digression
  • ,
  • aside
  • ,
  • excursus
  • ,
  • divagation
  • ,
  • parenthesis

2. Ένα μήνυμα που αναχωρεί από το κύριο θέμα

    συνώνυμο:
  • εκσκαφή
  • ,
  • από την άλλη
  • ,
  • εκδρομήσ
  • ,
  • απονομή
  • ,
  • παρένθεση

adverb

1. On or to one side

  • "Step aside"
  • "Stood aside to let him pass"
  • "Threw the book aside"
  • "Put her sewing aside when he entered"
    synonym:
  • aside

1. Επάνω ή στη μία πλευρά

  • "Βήμα στην άκρη"
  • "Άφησε στην άκρη να τον αφήσει να περάσει"
  • "Πήρα το βιβλίο στην άκρη"
  • "Αφήστε το ράψιμο της στην άκρη όταν μπήκε"
    συνώνυμο:
  • από την άλλη

2. Out of the way (especially away from one's thoughts)

  • "Brush the objections aside"
  • "Pushed all doubts away"
    synonym:
  • aside
  • ,
  • away

2. Έξω από το δρόμο (ειδικά μακριά από τις σκέψεις κάποιου)

  • "Περιφρονήστε τις αντιρρήσεις στην άκρη"
  • "Απομακρύνει όλες τις αμφιβολίες"
    συνώνυμο:
  • από την άλλη
  • ,
  • μακριά

3. Not taken into account or excluded from consideration

  • "These problems apart, the country is doing well"
  • "All joking aside, i think you're crazy"
    synonym:
  • apart
  • ,
  • aside

3. Δεν λαμβάνεται υπόψη ή αποκλείεται από την εξέταση

  • "Αυτά τα προβλήματα μεταξύ τους, η χώρα τα πάει καλά"
  • "Όλα αστειεύονται στην άκρη, νομίζω ότι είσαι τρελός"
    συνώνυμο:
  • διαχωρίζω
  • ,
  • από την άλλη

4. In a different direction

  • "Turn aside"
  • "Turn away one's face"
  • "Glanced away"
    synonym:
  • away
  • ,
  • aside

4. Σε διαφορετική κατεύθυνση

  • "Αφήστε κατά μέρος"
  • "Γυρίστε το πρόσωπο κάποιου"
  • "Κοιτάξτε μακριά"
    συνώνυμο:
  • μακριά
  • ,
  • από την άλλη

5. Placed or kept separate and distinct as for a purpose

  • "Had a feeling of being set apart"
  • "Quality sets it apart"
  • "A day set aside for relaxing"
    synonym:
  • aside
  • ,
  • apart

5. Τοποθετείται ή διατηρείται ξεχωριστό και διακριτό ως για ένα σκοπό

  • "Έχω την αίσθηση ότι ξεχωρίζω"
  • "Η ποιότητα το ξεχωρίζει"
  • "Μια μέρα αφήστε την να χαλαρώσει"
    συνώνυμο:
  • από την άλλη
  • ,
  • διαχωρίζω

6. In reserve

  • Not for immediate use
  • "Started setting aside money to buy a car"
  • "Put something by for her old age"
  • "Has a nest egg tucked away for a rainy day"
    synonym:
  • aside
  • ,
  • by
  • ,
  • away

6. Σε αποθεματικό

  • Όχι για άμεση χρήση
  • "Αρχίσαμε να βάζουμε στην άκρη χρήματα για να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο"
  • "Βάλτε κάτι για τα γηρατειά της"
  • "Έχει ένα αυγό φωλιάς που έχει απομακρυνθεί για μια βροχερή μέρα"
    συνώνυμο:
  • από την άλλη
  • ,
  • από
  • ,
  • μακριά

Examples of using

Tom has been putting aside a little money each month.
Ο Τομ βάζει στην άκρη λίγα χρήματα κάθε μήνα.
Lay this aside for me.
Άφησε το στην άκρη για μένα.
Set this aside for me.
Αφήστε το στην άκρη για μένα.