Translation meaning & definition of the word "aside" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτός" στην ελληνική γλώσσα
Aside
[Εκτός]noun
1. A line spoken by an actor to the audience but not intended for others on the stage
- synonym:
- aside
1. Μια γραμμή που ομιλείται από έναν ηθοποιό στο κοινό, αλλά δεν προορίζεται για άλλους στη σκηνή
- συνώνυμο:
- από την άλλη
2. A message that departs from the main subject
- synonym:
- digression ,
- aside ,
- excursus ,
- divagation ,
- parenthesis
2. Ένα μήνυμα που αναχωρεί από το κύριο θέμα
- συνώνυμο:
- εκσκαφή ,
- από την άλλη ,
- εκδρομήσ ,
- απονομή ,
- παρένθεση
adverb
1. On or to one side
- "Step aside"
- "Stood aside to let him pass"
- "Threw the book aside"
- "Put her sewing aside when he entered"
- synonym:
- aside
1. Επάνω ή στη μία πλευρά
- "Βήμα στην άκρη"
- "Άφησε στην άκρη να τον αφήσει να περάσει"
- "Πήρα το βιβλίο στην άκρη"
- "Αφήστε το ράψιμο της στην άκρη όταν μπήκε"
- συνώνυμο:
- από την άλλη
2. Out of the way (especially away from one's thoughts)
- "Brush the objections aside"
- "Pushed all doubts away"
- synonym:
- aside ,
- away
2. Έξω από το δρόμο (ειδικά μακριά από τις σκέψεις κάποιου)
- "Περιφρονήστε τις αντιρρήσεις στην άκρη"
- "Απομακρύνει όλες τις αμφιβολίες"
- συνώνυμο:
- από την άλλη ,
- μακριά
3. Not taken into account or excluded from consideration
- "These problems apart, the country is doing well"
- "All joking aside, i think you're crazy"
- synonym:
- apart ,
- aside
3. Δεν λαμβάνεται υπόψη ή αποκλείεται από την εξέταση
- "Αυτά τα προβλήματα μεταξύ τους, η χώρα τα πάει καλά"
- "Όλα αστειεύονται στην άκρη, νομίζω ότι είσαι τρελός"
- συνώνυμο:
- διαχωρίζω ,
- από την άλλη
4. In a different direction
- "Turn aside"
- "Turn away one's face"
- "Glanced away"
- synonym:
- away ,
- aside
4. Σε διαφορετική κατεύθυνση
- "Αφήστε κατά μέρος"
- "Γυρίστε το πρόσωπο κάποιου"
- "Κοιτάξτε μακριά"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- από την άλλη
5. Placed or kept separate and distinct as for a purpose
- "Had a feeling of being set apart"
- "Quality sets it apart"
- "A day set aside for relaxing"
- synonym:
- aside ,
- apart
5. Τοποθετείται ή διατηρείται ξεχωριστό και διακριτό ως για ένα σκοπό
- "Έχω την αίσθηση ότι ξεχωρίζω"
- "Η ποιότητα το ξεχωρίζει"
- "Μια μέρα αφήστε την να χαλαρώσει"
- συνώνυμο:
- από την άλλη ,
- διαχωρίζω
6. In reserve
- Not for immediate use
- "Started setting aside money to buy a car"
- "Put something by for her old age"
- "Has a nest egg tucked away for a rainy day"
- synonym:
- aside ,
- by ,
- away
6. Σε αποθεματικό
- Όχι για άμεση χρήση
- "Αρχίσαμε να βάζουμε στην άκρη χρήματα για να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο"
- "Βάλτε κάτι για τα γηρατειά της"
- "Έχει ένα αυγό φωλιάς που έχει απομακρυνθεί για μια βροχερή μέρα"
- συνώνυμο:
- από την άλλη ,
- από ,
- μακριά