Translation meaning & definition of the word "ashy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άστυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ashy
[Άσβιλ]/æʃi/
adjective
1. Of a light grey
- synonym:
- ash-grey ,
- ash-gray ,
- ashy
1. Από ένα ανοιχτό γκρι
- συνώνυμο:
- τέφρα ,
- γκρι τέφρας ,
- τασάκι