Translation meaning & definition of the word "ascetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασκητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ascetic
[Ασκητικόσ]/əsɛtɪk/
noun
1. Someone who practices self denial as a spiritual discipline
- synonym:
- abstainer ,
- ascetic
1. Κάποιος που ασκεί την αυτοαπόρριψη ως πνευματική πειθαρχία
- συνώνυμο:
- απέχων ,
- ασκητικόσ
adjective
1. Pertaining to or characteristic of an ascetic or the practice of rigorous self-discipline
- "Ascetic practices"
- synonym:
- ascetic ,
- ascetical
1. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά ενός ασκητή ή την πρακτική της αυστηρής αυτοπειθαρχίας
- "Ασκητικές πρακτικές"
- συνώνυμο:
- ασκητικόσ
2. Practicing great self-denial
- "Be systematically ascetic...do...something for no other reason than that you would rather not do it"- william james
- "A desert nomad's austere life"
- "A spartan diet"
- "A spartan existence"
- synonym:
- ascetic ,
- ascetical ,
- austere ,
- spartan
2. Εξάσκηση μεγάλης αυταπάρνησης
- "Να είστε συστηματικά ασκητικοί.κάντε κάτι για κανέναν άλλο λόγο από το ότι θα προτιμούσατε να μην το κάνετε" - γουίλιαμ τζέιμς.
- "Η λιτή ζωή ενός νομάδα της ερήμου"
- "Σπαρτιατική δίαιτα"
- "Σπαρτιάτικη ύπαρξη"
- συνώνυμο:
- ασκητικόσ ,
- αυστηρός ,
- σπαρτιάτης