Translation meaning & definition of the word "asbestos" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμίαντος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Asbestos
[Αμίαντος]/æsbɛstəs/
noun
1. A fibrous amphibole
- Used for making fireproof articles
- Inhaling fibers can cause asbestosis or lung cancer
- synonym:
- asbestos
1. Ένα ινώδες αμφίβολο
- Χρησιμοποιείται για την κατασκευή αλεξίπυρων ειδών
- Οι εισπνεόμενες ίνες μπορούν να προκαλέσουν αμιάντωση ή καρκίνο του πνεύμονα
- συνώνυμο:
- αμίαντος