Translation meaning & definition of the word "artisan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τεχνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Artisan
[Καλλιτέχνης]/ɑrtəzən/
noun
1. A skilled worker who practices some trade or handicraft
- synonym:
- craftsman ,
- artisan ,
- journeyman ,
- artificer
1. Ειδικευμένος εργαζόμενος που ασκεί κάποιο εμπόριο ή χειροτεχνία
- συνώνυμο:
- τεχνίτησ ,
- τεχνίτης ,
- ταξιδιωτών