Translation meaning & definition of the word "artifact" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέχνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Artifact
[Τεχνούργημα]/ɑrtəfækt/
noun
1. A man-made object taken as a whole
- synonym:
- artifact ,
- artefact
1. Ένα ανθρωπογενές αντικείμενο που λαμβάνεται ως σύνολο
- συνώνυμο:
- τεχνούργημα ,
- αντικείμενο