Translation meaning & definition of the word "articulate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αρθρωτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Articulate
[Αποτυπώνω]/ɑrtɪkjəlet/
verb
1. Provide with a joint
- "The carpenter jointed two pieces of wood"
- synonym:
- joint ,
- articulate
1. Παρέχω μια άρθρωση
- "Ο ξυλουργός ένωσε δύο κομμάτια ξύλου"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- αρθρώ
2. Put into words or an expression
- "He formulated his concerns to the board of trustees"
- synonym:
- give voice ,
- formulate ,
- word ,
- phrase ,
- articulate
2. Βάλτε σε λέξεις ή σε μια έκφραση
- "Διατύπωσε τις ανησυχίες του στο διοικητικό συμβούλιο"
- συνώνυμο:
- δίνω φωνή ,
- διατυπώνω ,
- λέξη ,
- φράση ,
- αρθρώ
3. Speak, pronounce, or utter in a certain way
- "She pronounces french words in a funny way"
- "I cannot say `zip wire'"
- "Can the child sound out this complicated word?"
- synonym:
- pronounce ,
- articulate ,
- enounce ,
- sound out ,
- enunciate ,
- say
3. Μιλήστε, προφέρετε ή προφέρετε με συγκεκριμένο τρόπο
- "Προφέρει γαλλικές λέξεις με αστείο τρόπο"
- "Δεν μπορώ να πω `καλώδιο τζιπ'"
- "Μπορεί το παιδί να ηχήσει αυτή την περίπλοκη λέξη?"
- συνώνυμο:
- προφέρω ,
- αρθρώ ,
- επικαλούμαι ,
- ακούγομαι ,
- εξηγώ ,
- λέω
4. Unite by forming a joint or joints
- "The ankle bone articulates with the leg bones to form the ankle bones"
- synonym:
- articulate
4. Ενώστε με το σχηματισμό μιας άρθρωσης ή αρθρώσεων
- "Το οστό του αστραγάλου αρθρώνεται με τα οστά των ποδιών για να σχηματίσει τα οστά του αστραγάλου"
- συνώνυμο:
- αρθρώ
5. Express or state clearly
- synonym:
- articulate ,
- enunciate ,
- vocalize ,
- vocalise
5. Εκφράστε ή δηλώστε σαφώς
- συνώνυμο:
- αρθρώ ,
- εξηγώ ,
- φωνάζω ,
- εκφωνώ
adjective
1. Expressing yourself easily or characterized by clear expressive language
- "Articulate speech"
- "An articulate orator"
- "Articulate beings"
- synonym:
- articulate
1. Εκφράζοντας τον εαυτό σας εύκολα ή χαρακτηρίζονται από σαφή εκφραστική γλώσσα
- "Καταλάβετε την ομιλία"
- "Ένας αρθρωτός ρήτορας"
- "Καλλιτεχνικά όντα"
- συνώνυμο:
- αρθρώ
2. Consisting of segments held together by joints
- synonym:
- articulated ,
- articulate
2. Αποτελείται από τμήματα που συγκρατούνται μαζί από αρθρώσεις
- συνώνυμο:
- αρθρωτόσ ,
- αρθρώ