Translation meaning & definition of the word "artichoke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκινάρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Artichoke
[Αγκινάρα]/ɑrtəʧoʊk/
noun
1. Mediterranean thistlelike plant widely cultivated for its large edible flower head
- synonym:
- artichoke ,
- globe artichoke ,
- artichoke plant ,
- Cynara scolymus
1. Μεσογειακό γαϊδουράγκαθο φυτό που καλλιεργείται ευρέως για τη μεγάλη βρώσιμη κεφαλή λουλουδιών του
- συνώνυμο:
- αγκινάρα ,
- αγκινάρα παγκόσμιας αρχιτεκτονικής ,
- φυτό αγκινάρας ,
- Σκόλυμος Κυνάρας
2. A thistlelike flower head with edible fleshy leaves and heart
- synonym:
- artichoke ,
- globe artichoke
2. Μια γαϊδουράγκαθη κεφαλή λουλουδιών με βρώσιμα σαρκώδη φύλλα και καρδιά
- συνώνυμο:
- αγκινάρα ,
- αγκινάρα παγκόσμιας αρχιτεκτονικής