Translation meaning & definition of the word "artfully" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "εντελώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Artfully
[Επιδέξια]/ɑrtfəli/
adverb
1. In an artful manner
- "Her foot pointed artfully toward tapering toes"
- synonym:
- artfully
1. Με τεχνητό τρόπο
- "Το πόδι της έδειχνε τεχνητά προς τα κωνικά δάχτυλα"
- συνώνυμο:
- επιδέξια
2. In a disingenuous manner
- "Disingenuously, he asked leading questions abut his opponent's work"
- synonym:
- disingenuously ,
- artfully
2. Με αποτρόπαιο τρόπο
- "Περίεργα, έκανε ηγετικές ερωτήσεις στο έργο του αντιπάλου του"
- συνώνυμο:
- αντιφατικά ,
- επιδέξια
3. In an artful manner
- "He craftily arranged to be there when the decision was announced"
- "Had ever circumstances conspired so cunningly?"
- synonym:
- craftily ,
- cunningly ,
- foxily ,
- knavishly ,
- slyly ,
- trickily ,
- artfully
3. Με τεχνητό τρόπο
- "Κανόνισε να είναι εκεί όταν ανακοινώθηκε η απόφαση"
- "Είχαν ποτέ συνωμοτήσει τόσο πονηρά οι περιστάσεις?"
- συνώνυμο:
- επιδέξια ,
- πονηρά ,
- αλεπού ,
- απλόχερα ,
- απατηλά
Examples of using
All those things are so artfully made!
Όλα αυτά τα πράγματα είναι τόσο επιδέξια φτιαγμένα!
All those things are so artfully made!
Όλα αυτά τα πράγματα είναι τόσο επιδέξια φτιαγμένα!
All those things are so artfully made!
Όλα αυτά τα πράγματα είναι τόσο επιδέξια φτιαγμένα!