Translation meaning & definition of the word "artery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρτηρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Artery
[Αρτηρία]/ɑrtəri/
noun
1. A blood vessel that carries blood from the heart to the body
- synonym:
- artery ,
- arteria ,
- arterial blood vessel
1. Ένα αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει αίμα από την καρδιά στο σώμα
- συνώνυμο:
- αρτηρία ,
- αρτηριακό αιμοφόρο αγγείο
2. A major thoroughfare that bears important traffic
- synonym:
- artery
2. Μια μεγάλη διαδρομή που φέρει σημαντική κυκλοφορία
- συνώνυμο:
- αρτηρία