Translation meaning & definition of the word "arterial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρτηριακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arterial
[Αρτηριακή]/ɑrtɪriəl/
adjective
1. Of or involving or contained in the arteries
- "Arterial disease"
- "The arterial system"
- "Arterial blood"
- synonym:
- arterial
1. Από ή που εμπλέκονται ή περιέχονται στις αρτηρίες
- "Αρτηριακή νόσος"
- "Το αρτηριακό σύστημα"
- "Αρτηριακό αίμα"
- συνώνυμο:
- αρτηριακή