Translation meaning & definition of the word "arroyo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρόγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arroyo
[Αρόγιο]/ərɔɪoʊ/
noun
1. A stream or brook
- synonym:
- arroyo
1. Ένα ρυάκι ή ένα ρυάκι
- συνώνυμο:
- αρόγιο