Translation meaning & definition of the word "arrogantly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναδρομική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arrogantly
[Αλαζονικά]/ɛrəgəntli/
adverb
1. In an arrogant manner
- "In the old days she had been harsh and stiff
- Afraid of her husband and yet arrogantly proud that she had a husband strong and fierce enough to make her afraid"
- synonym:
- arrogantly
1. Με αλαζονικό τρόπο
- "Τις παλιές μέρες ήταν σκληρή και σκληρή
- Φοβάται τον σύζυγό της και αλαζονικά περήφανη που είχε έναν σύζυγο αρκετά δυνατό και σκληρό για να την κάνει να φοβάται"
- συνώνυμο:
- αλαζονικά