Translation meaning & definition of the word "arrogant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλαζονεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arrogant
[Αλαζονικός]/ɛrəgənt/
adjective
1. Having or showing feelings of unwarranted importance out of overbearing pride
- "An arrogant official"
- "Arrogant claims"
- "Chesty as a peacock"
- synonym:
- arrogant ,
- chesty ,
- self-important
1. Έχοντας ή δείχνοντας συναισθήματα αδικαιολόγητης σημασίας από υπερβολική υπερηφάνεια
- "Αλαζονικός αξιωματούχος"
- "Αλαζονικές αξιώσεις"
- "Η ενορχήστρωση ως παγώνι"
- συνώνυμο:
- αλαζονικός ,
- θωρακικό ,
- αυτο-σημαντικός
Examples of using
He's prideful and arrogant.
Είναι υπερήφανος και αλαζονικός.
Mary is arrogant about her beauty.
Η Μαρία είναι αλαζονική για την ομορφιά της.
He's stupid and arrogant.
Είναι ηλίθιος και αλαζονικός.