Translation meaning & definition of the word "arrogance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλαζονεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arrogance
[Αλαζονεία]/ɛrəgəns/
noun
1. Overbearing pride evidenced by a superior manner toward inferiors
- synonym:
- arrogance ,
- haughtiness ,
- hauteur ,
- high-handedness ,
- lordliness
1. Η υπερβολική υπερηφάνεια που αποδεικνύεται από έναν ανώτερο τρόπο προς τους κατωτέρους
- συνώνυμο:
- αλαζονεία ,
- υπεροψία ,
- υψηλόβαθμο ,
- αυταπάρνηση ,
- αρχοντικότητα
Examples of using
There's often a fine line between confidence and arrogance.
Υπάρχει συχνά μια λεπτή γραμμή μεταξύ εμπιστοσύνης και αλαζονείας.
I can't stand his arrogance.
Δεν αντέχω την αλαζονεία του.
I cannot put up with his arrogance.
Δεν μπορώ να αντέξω την αλαζονεία του.