Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "arrest" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συλλήψεις" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Arrest

[Σύλληψη]
/ərɛst/

noun

1. The act of apprehending (especially apprehending a criminal)

  • "The policeman on the beat got credit for the collar"
    synonym:
  • apprehension
  • ,
  • arrest
  • ,
  • catch
  • ,
  • collar
  • ,
  • pinch
  • ,
  • taking into custody

1. Η πράξη της σύλληψης ( ειδικά η σύλληψη ενός εγκληματία

  • "Ο αστυνομικός στο ρυθμό πήρε πίστωση για το κολάρο"
    συνώνυμο:
  • ανησυχία
  • ,
  • σύλληψη
  • ,
  • αλιεύω
  • ,
  • κολάρο
  • ,
  • τσίμπημα
  • ,
  • υπό κράτηση

2. The state of inactivity following an interruption

  • "The negotiations were in arrest"
  • "Held them in check"
  • "During the halt he got some lunch"
  • "The momentary stay enabled him to escape the blow"
  • "He spent the entire stop in his seat"
    synonym:
  • arrest
  • ,
  • check
  • ,
  • halt
  • ,
  • hitch
  • ,
  • stay
  • ,
  • stop
  • ,
  • stoppage

2. Η κατάσταση της αδράνειας μετά από διακοπή

  • "Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε κράτηση"
  • "Τους είδα υπό έλεγχο"
  • "Κατά τη διάρκεια της στάσης πήρε ένα μεσημεριανό γεύμα"
  • "Η στιγμιαία διαμονή του επέτρεψε να ξεφύγει από το χτύπημα"
  • "Πέρασε ολόκληρη τη στάση στη θέση του"
    συνώνυμο:
  • σύλληψη
  • ,
  • ελέγχω
  • ,
  • σταμάτημα
  • ,
  • αιτία
  • ,
  • μείνετε
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • διακοπή

verb

1. Take into custody

  • "The police nabbed the suspected criminals"
    synonym:
  • collar
  • ,
  • nail
  • ,
  • apprehend
  • ,
  • arrest
  • ,
  • pick up
  • ,
  • nab
  • ,
  • cop

1. Υπενθυμίζω

  • "Η αστυνομία κατέστρεψε τους ύποπτους εγκληματίες"
    συνώνυμο:
  • κολάρο
  • ,
  • καρφί
  • ,
  • συλλαμβάνω
  • ,
  • σύλληψη
  • ,
  • παραλαμβάνω
  • ,
  • ναμπ
  • ,
  • μπάτσος

2. Hold back, as of a danger or an enemy

  • Check the expansion or influence of
  • "Arrest the downward trend"
  • "Check the growth of communism in south east asia"
  • "Contain the rebel movement"
  • "Turn back the tide of communism"
    synonym:
  • check
  • ,
  • turn back
  • ,
  • arrest
  • ,
  • stop
  • ,
  • contain
  • ,
  • hold back

2. Κρατήστε πίσω, ως κίνδυνος ή εχθρός

  • Ελέγξτε την επέκταση ή την επιρροή του
  • "Συλλάβετε την πτωτική τάση"
  • "Ελέγξτε την ανάπτυξη του κομμουνισμού στη νοτιοανατολική ασία"
  • "Διατηρήστε το κίνημα των επαναστατών"
  • "Γυρίστε πίσω την παλίρροια του κομμουνισμού"
    συνώνυμο:
  • ελέγχω
  • ,
  • γυρίζω πίσω
  • ,
  • σύλληψη
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • περιέχω
  • ,
  • κρατώ πίσω

3. Attract and fix

  • "His look caught her"
  • "She caught his eye"
  • "Catch the attention of the waiter"
    synonym:
  • catch
  • ,
  • arrest
  • ,
  • get

3. Προσελκύστε και διορθώστε

  • "Το βλέμμα της την έπιασε"
  • "Έπιασε το μάτι του"
  • "Ελέγξτε την προσοχή του σερβιτόρου"
    συνώνυμο:
  • αλιεύω
  • ,
  • σύλληψη
  • ,
  • παίρνω

4. Cause to stop

  • "Halt the engines"
  • "Arrest the progress"
  • "Halt the presses"
    synonym:
  • halt
  • ,
  • hold
  • ,
  • arrest

4. Αιτία να σταματήσει

  • "Ανεβάστε τους κινητήρες"
  • "Συλλάβετε την πρόοδο"
  • "Ακολουθήστε τα πιεστήρια"
    συνώνυμο:
  • σταμάτημα
  • ,
  • κρατώ
  • ,
  • σύλληψη

Examples of using

But that's not the only reason for his arrest.
Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος για τη σύλληψή του.
I was as surprised by Tom's arrest as you were.
Ήμουν τόσο έκπληκτος από τη σύλληψη του Τομ όσο και εσείς.
Should we arrest Tom?
Πρέπει να συλλάβουμε τον Τομ?