Translation meaning & definition of the word "array" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακτινογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Array
[Σταυροφορία]/əre/
noun
1. An orderly arrangement
- "An array of troops in battle order"
- synonym:
- array
1. Μια τακτική ρύθμιση
- "Μια σειρά στρατευμάτων σε σειρά μάχης"
- συνώνυμο:
- πίνακας
2. An impressive display
- "It was a bewildering array of books"
- "His tools were in an orderly array on the basement wall"
- synonym:
- array
2. Μια εντυπωσιακή οθόνη
- "Ήταν μια μπερδεμένη σειρά από βιβλία"
- "Τα εργαλεία του ήταν σε μια σειρά στον τοίχο του υπογείου"
- συνώνυμο:
- πίνακας
3. Especially fine or decorative clothing
- synonym:
- array ,
- raiment ,
- regalia
3. Ιδιαίτερα λεπτά ή διακοσμητικά ρούχα
- συνώνυμο:
- πίνακας ,
- αναβάτησ ,
- ρεγκάλια
4. An arrangement of aerials spaced to give desired directional characteristics
- synonym:
- array
4. Μια διάταξη των κεραιών που χωρίζονται για να δώσει τα επιθυμητά κατευθυντικά χαρακτηριστικά
- συνώνυμο:
- πίνακας
verb
1. Lay out orderly or logically in a line or as if in a line
- "Lay out the clothes"
- "Lay out the arguments"
- synonym:
- range ,
- array ,
- lay out ,
- set out
1. Τοποθετήστε τακτικά ή λογικά σε μια γραμμή ή σαν σε μια γραμμή
- "Βγάλτε τα ρούχα"
- "Αναφέρετε τα επιχειρήματα"
- συνώνυμο:
- εύρος ,
- πίνακας ,
- τακτοποιώ ,
- ξεκινώ
2. Align oneself with a group or a way of thinking
- synonym:
- align ,
- array
2. Ευθυγραμμίστε τον εαυτό σας με μια ομάδα ή έναν τρόπο σκέψης
- συνώνυμο:
- ευθυγραμμίζω ,
- πίνακας