Translation meaning & definition of the word "armrest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνάφεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Armrest
[Μπράτσα]/ɑrmrɛst/
noun
1. A support for the arm
- synonym:
- armrest
1. Υποστήριξη για το χέρι
- συνώνυμο:
- υποβραχιόνιο