Translation meaning & definition of the word "armor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αγρότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Armor
[Πανοπλία]/ɑrmər/
noun
1. Protective covering made of metal and used in combat
- synonym:
- armor ,
- armour
1. Προστατευτικό κάλυμμα από μέταλλο και χρησιμοποιείται στη μάχη
- συνώνυμο:
- πανοπλία
2. A military unit consisting of armored fighting vehicles
- synonym:
- armor ,
- armour
2. Μια στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από τεθωρακισμένα οχήματα μάχης
- συνώνυμο:
- πανοπλία
3. Tough more-or-less rigid protective covering of an animal or plant
- synonym:
- armor ,
- armour
3. Σκληρότερο ή λιγότερο άκαμπτο προστατευτικό κάλυμμα ζώου ή φυτού
- συνώνυμο:
- πανοπλία
verb
1. Equip with armor
- synonym:
- armor ,
- armour
1. Εξοπλίστε με πανοπλία
- συνώνυμο:
- πανοπλία