Translation meaning & definition of the word "armistice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρμεξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Armistice
[Ανακωχή]/ɑrməstəs/
noun
1. A state of peace agreed to between opponents so they can discuss peace terms
- synonym:
- armistice ,
- cease-fire ,
- truce
1. Μια κατάσταση ειρήνης συμφώνησε μεταξύ των αντιπάλων, ώστε να μπορούν να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης
- συνώνυμο:
- ανακωχή ,
- εκεχειρία