Translation meaning & definition of the word "armament" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Armament
[Οπλισμός]/ɑrməmənt/
noun
1. Weaponry used by military or naval force
- synonym:
- armament
1. Όπλα που χρησιμοποιούνται από στρατιωτική ή ναυτική δύναμη
- συνώνυμο:
- οπλισμός
2. The act of equiping with weapons in preparation for war
- synonym:
- arming ,
- armament ,
- equipping
2. Η πράξη του εξοπλισμού με όπλα κατά την προετοιμασία για τον πόλεμο
- συνώνυμο:
- οπλισμός ,
- εξοπλισμός