Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "arm" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπλισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Arm

[Βραχίονας]
/ɑrm/

noun

1. A human limb

  • Technically the part of the superior limb between the shoulder and the elbow but commonly used to refer to the whole superior limb
    synonym:
  • arm

1. Ένα ανθρώπινο άκρο

  • Τεχνικά το τμήμα του ανώτερου άκρου μεταξύ του ώμου και του αγκώνα, αλλά συνήθως αναφέρεται σε ολόκληρο το ανώτερο άκρο
    συνώνυμο:
  • βραχίονασ

2. Any projection that is thought to resemble a human arm

  • "The arm of the record player"
  • "An arm of the sea"
  • "A branch of the sewer"
    synonym:
  • arm
  • ,
  • branch
  • ,
  • limb

2. Κάθε προβολή που θεωρείται ότι μοιάζει με ανθρώπινο χέρι

  • "Το χέρι του παίκτη του δίσκου"
  • "Ένα χέρι της θάλασσας"
  • "Ένας κλάδος του αποχετευτικού δικτύου"
    συνώνυμο:
  • βραχίονασ
  • ,
  • υποκατάστημα
  • ,
  • άκρο

3. Any instrument or instrumentality used in fighting or hunting

  • "He was licensed to carry a weapon"
    synonym:
  • weapon
  • ,
  • arm
  • ,
  • weapon system

3. Οποιοδήποτε όργανο ή όργανο που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση ή το κυνήγι

  • "Είχε την άδεια να φέρει όπλο"
    συνώνυμο:
  • όπλο
  • ,
  • βραχίονασ
  • ,
  • οπλικό σύστημα

4. The part of an armchair or sofa that supports the elbow and forearm of a seated person

    synonym:
  • arm

4. Το τμήμα μιας πολυθρόνας ή ενός καναπέ που υποστηρίζει τον αγκώνα και το αντιβράχιο ενός καθιστού ατόμου

    συνώνυμο:
  • βραχίονασ

5. A division of some larger or more complex organization

  • "A branch of congress"
  • "Botany is a branch of biology"
  • "The germanic branch of indo-european languages"
    synonym:
  • branch
  • ,
  • subdivision
  • ,
  • arm

5. Είναι μια διαίρεση κάποιας μεγαλύτερης ή πιο πολύπλοκης οργάνωσης

  • "Κλάδος του κογκρέσου"
  • "Η βοτανική είναι κλάδος της βιολογίας"
  • "Ο γερμανικός κλάδος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών"
    συνώνυμο:
  • υποκατάστημα
  • ,
  • υποδιαίρεση
  • ,
  • βραχίονασ

6. The part of a garment that is attached at the armhole and that provides a cloth covering for the arm

    synonym:
  • sleeve
  • ,
  • arm

6. Το μέρος ενός ενδύματος που είναι συνδεδεμένο στην οπή και που παρέχει ένα πανί που καλύπτει για το βραχίονα

    συνώνυμο:
  • μανίκι
  • ,
  • βραχίονασ

verb

1. Prepare oneself for a military confrontation

  • "The u.s. is girding for a conflict in the middle east"
  • "Troops are building up on the iraqi border"
    synonym:
  • arm
  • ,
  • build up
  • ,
  • fortify
  • ,
  • gird

1. Προετοιμαστείτε για μια στρατιωτική αντιπαράθεση

  • "Οι ηπα περιφρονούν για μια σύγκρουση στη μέση ανατολή"
  • "Οι σταθμοί χτίζονται στα σύνορα με το ιράκ"
    συνώνυμο:
  • βραχίονασ
  • ,
  • δημιουργώ
  • ,
  • οχυρώνω
  • ,
  • περιστρέφω

2. Supply with arms

  • "The u.s. armed the freedom fighters in afghanistan"
    synonym:
  • arm

2. Προμήθεια με τα όπλα

  • "Οι ηπα εξοπλίζουν τους μαχητές της ελευθερίας στο αφγανιστάν"
    συνώνυμο:
  • βραχίονασ

Examples of using

The right arm of the Statue of Liberty is 100 feet long.
Ο δεξιός βραχίονας του Αγάλματος της Ελευθερίας έχει μήκος 100 πόδια.
I broke my arm when I was a child.
Έσπασα το χέρι μου όταν ήμουν παιδί.
Mary allowed Tom to put his arm around her.
Η Μαίρη επέτρεψε στον Τομ να βάλει το χέρι του γύρω της.