Translation meaning & definition of the word "aristocratic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριστοκρατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aristocratic
[Αριστοκρατικόσ]/ərɪstəkrætɪk/
adjective
1. Belonging to or characteristic of the nobility or aristocracy
- "An aristocratic family"
- "Aristocratic bostonians"
- "Aristocratic government"
- "A blue family"
- "Blue blood"
- "The blue-blooded aristocracy"
- "Of gentle blood"
- "Patrician landholders of the american south"
- "Aristocratic bearing"
- "Aristocratic features"
- "Patrician tastes"
- synonym:
- aristocratic ,
- aristocratical ,
- blue ,
- blue-blooded ,
- gentle ,
- patrician
1. Ανήκει ή είναι χαρακτηριστικό της ευγένειας ή της αριστοκρατίας
- "Μια αριστοκρατική οικογένεια"
- "Αριστοκρατικοί βοστώνης"
- "Αριστοκρατική κυβέρνηση"
- "Μια μπλε οικογένεια"
- "Μπλε αίμα"
- "Η γαλαζοαιματημένη αριστοκρατία"
- "Απαλό αίμα"
- "Πατρικοί κάτοχοι γης του αμερικανικού νότου"
- "Αριστοκρατικό ρουλεμάν"
- "Αριστοκρατικά χαρακτηριστικά"
- "Πατρικές γεύσεις"
- συνώνυμο:
- αριστοκρατικόσ ,
- μπλε ,
- μπλε-αιματηρός ,
- απαλός ,
- πατρίκιος
Examples of using
His aristocratic manners amaze me.
Οι αριστοκρατικοί του τρόποι με εκπλήσσουν.