Translation meaning & definition of the word "aristocrat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριστοκράτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aristocrat
[Αριστοκράτης]/ərɪstəkræt/
noun
1. A member of the aristocracy
- synonym:
- aristocrat ,
- blue blood ,
- patrician
1. Μέλος της αριστοκρατίας
- συνώνυμο:
- αριστοκράτης ,
- μπλε αίμα ,
- πατρίκιος
Examples of using
He is an aristocrat.
Είναι αριστοκράτης.
He's an aristocrat.
Είναι αριστοκράτης.