Translation meaning & definition of the word "arise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανερώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arise
[Σηκώνω]/əraɪz/
verb
1. Come into existence
- Take on form or shape
- "A new religious movement originated in that country"
- "A love that sprang up from friendship"
- "The idea for the book grew out of a short story"
- "An interesting phenomenon uprose"
- synonym:
- originate ,
- arise ,
- rise ,
- develop ,
- uprise ,
- spring up ,
- grow
1. Ελάτε σε ύπαρξη
- Πάρτε φόρμα ή σχήμα
- "Ένα νέο θρησκευτικό κίνημα προέρχεται από αυτή τη χώρα"
- "Μια αγάπη που ξεπήδησε από τη φιλία"
- "Η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε από μια μικρή ιστορία"
- "Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο ανατρέπεται"
- συνώνυμο:
- προέρχεται ,
- προκύπτω ,
- αυξάνω ,
- αναπτύσσω ,
- ανατολή ,
- αναπηδώ ,
- μεγαλώνω
2. Originate or come into being
- "A question arose"
- synonym:
- arise ,
- come up ,
- bob up
2. Προέρχονται ή εμφανίζονται
- "Προέκυψε μια ερώτηση"
- συνώνυμο:
- προκύπτω ,
- ελαττώ ,
- πετώ
3. Rise to one's feet
- "The audience got up and applauded"
- synonym:
- arise ,
- rise ,
- uprise ,
- get up ,
- stand up
3. Ανέβα στα πόδια κάποιου
- "Το κοινό σηκώθηκε και χειροκρότησε"
- συνώνυμο:
- προκύπτω ,
- αυξάνω ,
- ανατολή ,
- σηκώνομαι
4. Result or issue
- "A slight unpleasantness arose from this discussion"
- synonym:
- arise ,
- come up
4. Αποτέλεσμα ή πρόβλημα
- "Μια μικρή δυσαρέσκεια προέκυψε από αυτή τη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- προκύπτω ,
- ελαττώ
5. Move upward
- "The fog lifted"
- "The smoke arose from the forest fire"
- "The mist uprose from the meadows"
- synonym:
- rise ,
- lift ,
- arise ,
- move up ,
- go up ,
- come up ,
- uprise
5. Μετακινώ προς τα πάνω
- "Η ομίχλη ανασηκώθηκε"
- "Ο καπνός προήλθε από τη δασική φωτιά"
- "Η ομίχλη ανατρέπεται από τα λιβάδια"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- ανυψωτήρας ,
- προκύπτω ,
- προχωρώ ,
- ανεβαίνω ,
- ελαττώ ,
- ανατολή
6. Take part in a rebellion
- Renounce a former allegiance
- synonym:
- rebel ,
- arise ,
- rise ,
- rise up
6. Πάρτε μέρος σε μια εξέγερση
- Αποκηρύξει μια προηγούμενη υποταγή
- συνώνυμο:
- επαναστάτης ,
- προκύπτω ,
- αυξάνω ,
- ανεβαίνω
7. Get up and out of bed
- "I get up at 7 a.m. every day"
- "They rose early"
- "He uprose at night"
- synonym:
- get up ,
- turn out ,
- arise ,
- uprise ,
- rise
7. Σηκωθείτε και σηκωθείτε από το κρεβάτι
- "Σηκώνομαι στις 7 π.μ. κάθε μέρα"
- "Σηκώθηκαν νωρίς"
- "Αναβλύζει τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- σηκώνομαι ,
- εξελίσσομαι ,
- προκύπτω ,
- ανατολή ,
- αυξάνω
Examples of using
Accidents arise from carelessness.
Τα ατυχήματα προκύπτουν από την απροσεξία.