Translation meaning & definition of the word "argumentation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεκμηρίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Argumentation
[Επιχείρημα]/ɑrgjəmɛnteʃən/
noun
1. A discussion in which reasons are advanced for and against some proposition or proposal
- "The argument over foreign aid goes on and on"
- synonym:
- argument ,
- argumentation ,
- debate
1. Μια συζήτηση στην οποία προωθούνται λόγοι υπέρ και κατά κάποιας πρότασης ή πρότασης
- "Το επιχείρημα για την ξένη βοήθεια συνεχίζεται και συνεχίζεται"
- συνώνυμο:
- επιχείρημα ,
- επιχειρηματολογία ,
- συζήτηση
2. A course of reasoning aimed at demonstrating a truth or falsehood
- The methodical process of logical reasoning
- "I can't follow your line of reasoning"
- synonym:
- argumentation ,
- logical argument ,
- argument ,
- line of reasoning ,
- line
2. Μια πορεία συλλογισμού που στοχεύει στην απόδειξη μιας αλήθειας ή ψεύδους
- Η μεθοδική διαδικασία της λογικής συλλογιστικής
- "Δεν μπορώ να ακολουθήσω τη συλλογιστική σας"
- συνώνυμο:
- επιχειρηματολογία ,
- λογικό επιχείρημα ,
- επιχείρημα ,
- γραμμή συλλογισμού ,
- γραμμή