Translation meaning & definition of the word "argent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επείγον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Argent
[Αργεντινή]/ɑrʤɪnt/
noun
1. A metal tincture used in heraldry to give a silvery appearance
- synonym:
- argent
1. Ένα μεταλλικό βάμμα που χρησιμοποιείται στην εραλδική για να δώσει μια ασημί εμφάνιση
- συνώνυμο:
- αργυρώνασ
adjective
1. Of lustrous grey
- Covered with or tinged with the color of silver
- "Silvery hair"
- synonym:
- argent ,
- silver ,
- silvery ,
- silverish
1. Από λαμπερό γκρι
- Καλύπτεται με ή χρωματίζεται με το χρώμα του αργύρου
- "Ασημένια μαλλιά"
- συνώνυμο:
- αργυρώνασ ,
- ασημένιος ,
- αργυροειδής