Translation meaning & definition of the word "arduous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arduous
[Δυδοειδήσ]/ɑrʤuəs/
adjective
1. Characterized by effort to the point of exhaustion
- Especially physical effort
- "Worked their arduous way up the mining valley"
- "A grueling campaign"
- "Hard labor"
- "Heavy work"
- "Heavy going"
- "Spent many laborious hours on the project"
- "Set a punishing pace"
- synonym:
- arduous ,
- backbreaking ,
- grueling ,
- gruelling ,
- hard ,
- heavy ,
- laborious ,
- operose ,
- punishing ,
- toilsome
1. Χαρακτηρίζεται από προσπάθεια μέχρι το σημείο εξάντλησης
- Ιδιαίτερα σωματική προσπάθεια
- "Λειτούργησε τον επίπονο δρόμο τους μέχρι την κοιλάδα εξόρυξης"
- "Εξαντλητική εκστρατεία"
- "Σκληρή εργασία"
- "Βαριά δουλειά"
- "Βαριά πηγαίνει"
- "Πέρασε πολλές επίπονες ώρες στο έργο"
- "Θέστε ένα ρυθμό τιμωρίας"
- συνώνυμο:
- επίπονοσ ,
- παραπλανητικόσ ,
- εξαντλητικός ,
- εξαντλητικόσ ,
- σκληρός ,
- βαρύς ,
- λειτουργεί ,
- τιμωρία ,
- επιτήδειοσ
2. Taxing to the utmost
- Testing powers of endurance
- "His final, straining burst of speed"
- "A strenuous task"
- "Your willingness after these six arduous days to remain here"- f.d.roosevelt
- synonym:
- arduous ,
- straining ,
- strenuous
2. Φορολόγηση στο έπακρο
- Εξεταστικές δυνάμεις αντοχής
- "Το τελευταίο, τεντωμένο ξέσπασμα της ταχύτητας"
- "Ένα επίπονο έργο"
- "Η προθυμία σας μετά από αυτές τις έξι δύσκολες μέρες να παραμείνετε εδώ"- φ.δ. ρούσβελτ
- συνώνυμο:
- επίπονοσ ,
- τεντώνω ,
- επίπονος
3. Difficult to accomplish
- Demanding considerable mental effort and skill
- "The arduous work of preparing a dictionary"
- synonym:
- arduous
3. Δύσκολο να επιτευχθεί
- Απαιτώντας σημαντική πνευματική προσπάθεια και ικανότητα
- "Το επίπονο έργο της προετοιμασίας ενός λεξικού"
- συνώνυμο:
- επίπονοσ