Translation meaning & definition of the word "ardor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκράτορας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ardor
[Άρντορ]/ɑrdər/
noun
1. A feeling of strong eagerness (usually in favor of a person or cause)
- "They were imbued with a revolutionary ardor"
- "He felt a kind of religious zeal"
- synonym:
- ardor ,
- ardour ,
- elan ,
- zeal
1. Ένα αίσθημα έντονης προθυμίας (συνήθως υπέρ ενός ατόμου ή αιτία)
- "Είχαν εμποτιστεί με μια επαναστατική κιβωτό"
- "Ένιωσε ένα είδος θρησκευτικού ζήλου"
- συνώνυμο:
- άρντορ ,
- αρδούρ ,
- έλαν ,
- ζήλος
2. Intense feeling of love
- synonym:
- ardor ,
- ardour
2. Έντονη αίσθηση αγάπης
- συνώνυμο:
- άρντορ ,
- αρδούρ
3. Feelings of great warmth and intensity
- "He spoke with great ardor"
- synonym:
- ardor ,
- ardour ,
- fervor ,
- fervour ,
- fervency ,
- fire ,
- fervidness
3. Αισθήματα μεγάλης ζεστασιάς και έντασης
- "Μίλησε με μεγάλη αναστάτωση"
- συνώνυμο:
- άρντορ ,
- αρδούρ ,
- θέρμη ,
- φωτιά ,
- αναβρασμόσ