Translation meaning & definition of the word "architect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχιτέκτονας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Architect
[Αρχιτέκτων]/ɑrkətɛkt/
noun
1. Someone who creates plans to be used in making something (such as buildings)
- synonym:
- architect ,
- designer
1. Κάποιος που δημιουργεί σχέδια για να χρησιμοποιηθεί για να κάνει κάτι (όπως κτίρια)
- συνώνυμο:
- αρχιτέκτονας ,
- σχεδιαστής
Examples of using
I am a German architect.
Είμαι Γερμανός αρχιτέκτονας.
That architect builds very modern houses.
Ο αρχιτέκτονας αυτός χτίζει πολύ σύγχρονα σπίτια.
This building was laid out by a famous architect.
Το κτίριο αυτό είχε σχεδιαστεί από έναν διάσημο αρχιτέκτονα.