Translation meaning & definition of the word "archaic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχαϊκά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Archaic
[Αρχαϊκή]/ɑrkeɪk/
adjective
1. So extremely old as seeming to belong to an earlier period
- "A ramshackle antediluvian tenement"
- "Antediluvian ideas"
- "Archaic laws"
- synonym:
- antediluvian ,
- antiquated ,
- archaic
1. Τόσο εξαιρετικά παλιό όσο φαίνεται να ανήκει σε μια προηγούμενη περίοδο
- "Ένα παραλήρημα παραπεταμιακού τέντωμα"
- "Φαινομενικές ιδέες"
- "Αρχαϊκοί νόμοι"
- συνώνυμο:
- παραπεταμινουβιανή ,
- απαρχαιωμένη ,
- αρχαϊκή
2. Little evolved from or characteristic of an earlier ancestral type
- "Archaic forms of life"
- "Primitive mammals"
- "The okapi is a short-necked primitive cousin of the giraffe"
- synonym:
- archaic ,
- primitive
2. Λίγο εξελίχθηκε από ή χαρακτηριστικό ενός προγενέστερου προγονικού τύπου
- "Αρχαϊκές μορφές ζωής"
- "Πρωτόγονα θηλαστικά"
- "Ο οκαπί είναι ένας κοντός πρωτόγονος ξάδερφος της καμηλοπάρδαλης"
- συνώνυμο:
- αρχαϊκή ,
- πρωτόγονοσ