Translation meaning & definition of the word "archaeology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχαιολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Archaeology
[Αρχαιολογία]/ɑrkiɑləʤi/
noun
1. The branch of anthropology that studies prehistoric people and their cultures
- synonym:
- archeology ,
- archaeology
1. Ο κλάδος της ανθρωπολογίας που μελετά προϊστορικούς ανθρώπους και τους πολιτισμούς τους
- συνώνυμο:
- αρχαιολογία