Translation meaning & definition of the word "archaeologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχαιολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Archaeologist
[Αρχαιολόγος]/ɑrkiɑləʤɪst/
noun
1. An anthropologist who studies prehistoric people and their culture
- synonym:
- archeologist ,
- archaeologist
1. Ένας ανθρωπολόγος που σπουδάζει προϊστορικούς ανθρώπους και τον πολιτισμό τους
- συνώνυμο:
- αρχαιολόγος
Examples of using
My father is an archaeologist.
Ο πατέρας μου είναι αρχαιολόγος.