Translation meaning & definition of the word "archaeological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχαιολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Archaeological
[Αρχαιολογικός]/ɑrkiəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Related to or dealing with or devoted to archaeology
- "An archaeological dig"
- "A dramatic archaeological discovery"
- synonym:
- archaeological ,
- archeological ,
- archaeologic ,
- archeologic
1. Σχετίζονται ή ασχολούνται με ή αφιερώνονται στην αρχαιολογία
- "Μια αρχαιολογική ανασκαφή"
- "Εντυπωσιακή αρχαιολογική ανακάλυψη"
- συνώνυμο:
- αρχαιολογικός ,
- αρχαιολογική
Examples of using
It is an ancient midden, presently an archaeological treasury.
Πρόκειται για ένα αρχαίο κρυφό, που σήμερα αποτελεί αρχαιολογικό θησαυροφυλάκιο.
This archaeological site was damaged during the war.
Ο αρχαιολογικός χώρος υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου.