Translation meaning & definition of the word "arch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχ" στην ελληνική γλώσσα
Arch
[Αρχ]noun
1. A curved shape in the vertical plane that spans an opening
- synonym:
- arch
1. Ένα κυρτό σχήμα στο κάθετο επίπεδο που εκτείνεται σε ένα άνοιγμα
- συνώνυμο:
- αψίδα
2. A curved bony structure supporting or enclosing organs (especially the inner sides of the feet)
- synonym:
- arch
2. Μια κυρτή οστεώδη δομή που υποστηρίζει ή περικλείει όργανα (ειδικά τις εσωτερικές πλευρές των ποδιών)
- συνώνυμο:
- αψίδα
3. A passageway under a curved masonry construction
- "They built a triumphal arch to memorialize their victory"
- synonym:
- arch ,
- archway
3. Ένας διάδρομος κάτω από μια καμπύλη κατασκευή τοιχοποιίας
- "Έχτισαν μια θριαμβευτική αψίδα για να μνημονεύσουν τη νίκη τους"
- συνώνυμο:
- αψίδα
4. (architecture) a masonry construction (usually curved) for spanning an opening and supporting the weight above it
- synonym:
- arch
4. (αρχιτεκτονική) μια κατασκευή τοιχοποιίας (συνήθως καμπυλωτό) για την έκταση ενός ανοίγματος και την υποστήριξη του βάρους πάνω απ
- συνώνυμο:
- αψίδα
verb
1. Form an arch or curve
- "Her back arches"
- "Her hips curve nicely"
- synonym:
- arch ,
- curve ,
- arc
1. Σχηματίστε μια αψίδα ή μια καμπύλη
- "Πίσω καμάρες"
- "Καμπύλη ισχίων της ωραία"
- συνώνυμο:
- αψίδα ,
- καμπύλη ,
- τόξο
adjective
1. (used of behavior or attitude) characteristic of those who treat others with condescension
- synonym:
- arch ,
- condescending ,
- patronizing ,
- patronising
1. (χρησιμοποιείται για συμπεριφορά ή στάση) χαρακτηριστικό εκείνων που αντιμετωπίζουν τους άλλους με συγκατάθεση
- συνώνυμο:
- αψίδα ,
- συγκαταβατικόσ ,
- υποστηρικτική ,
- πατρονάρουν
2. Expert in skulduggery
- "An arch criminal"
- synonym:
- arch(a)
2. Εμπειρογνώμονας στην σκυλουποθήκη
- "Εγκληματίας αψίδων"
- συνώνυμο:
- αρχάγγ(
3. Naughtily or annoyingly playful
- "Teasing and worrying with impish laughter"
- "A wicked prank"
- synonym:
- arch ,
- impish ,
- implike ,
- mischievous ,
- pixilated ,
- prankish ,
- puckish ,
- wicked
3. Άθλια ή ενοχλητικά παιχνιδιάρικα
- "Παρακολουθώντας και ανησυχώντας με αδύναμο γέλιο"
- "Μια κακή φάρσα"
- συνώνυμο:
- αψίδα ,
- εξαθλιάζω ,
- αντιπαθητικόσ ,
- άτακτοσ ,
- εξαερίζω ,
- φραγκόσ ,
- παιδαριώδησ ,
- κακός