Translation meaning & definition of the word "arcade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arcade
[Στοά]/ɑrked/
noun
1. A covered passageway with shops and stalls on either side
- synonym:
- arcade
1. Ένα καλυμμένο πέρασμα με καταστήματα και πάγκους και στις δύο πλευρές
- συνώνυμο:
- στοά
2. A structure composed of a series of arches supported by columns
- synonym:
- arcade ,
- colonnade
2. Μια δομή που αποτελείται από μια σειρά αψίδων που υποστηρίζονται από στήλες
- συνώνυμο:
- στοά ,
- κιονοστοιχία