Translation meaning & definition of the word "arable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μεταβλητή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Arable
[Άραβεσ]/ærəbəl/
adjective
1. (of farmland) capable of being farmed productively
- synonym:
- arable ,
- cultivable ,
- cultivatable ,
- tillable
1. (της γεωργικής γης) ικανή να εκτρέφεται παραγωγικά
- συνώνυμο:
- αροτραία ,
- καλλιεργήσιμη ,
- καλλιεργήσιμοσ ,
- προσαρμοστόσ