Translation meaning & definition of the word "ar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ar
[Αρ]/ɑr/
noun
1. A colorless and odorless inert gas
- One of the six inert gases
- Comprises approximately 1% of the earth's atmosphere
- synonym:
- argon ,
- Ar ,
- atomic number 18
1. Ένα άχρωμο και άοσμο αδρανές αέριο
- Ένα από τα έξι αδρανή αέρια
- Αποτελεί περίπου το 1% της ατμόσφαιρας της γης
- συνώνυμο:
- αργό ,
- Αρ ,
- ατομικός αριθμός 18
2. A unit of surface area equal to 100 square meters
- synonym:
- are ,
- ar
2. Μια μονάδα επιφάνειας ίση με 100 τετραγωνικά μέτρα
- συνώνυμο:
- είναι ,
- αρ
3. A state in south central united states
- One of the confederate states during the american civil war
- synonym:
- Arkansas ,
- Land of Opportunity ,
- AR
3. Μια πολιτεία στις νότιες κεντρικές ηνωμένες πολιτείες
- Ένα από τα κράτη της συνομοσπονδίας κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου
- συνώνυμο:
- Αρκάνσας ,
- Η χώρα της ευκαιρίας ,
- ΑΡ