Translation meaning & definition of the word "aquifer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κοκίφερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aquifer
[Υδροφορέασ]/ækwəfər/
noun
1. Underground bed or layer yielding ground water for wells and springs etc
- synonym:
- aquifer
1. Υπόγειο κρεβάτι ή στρώμα που παρέχει το υπόγειο νερό για τα πηγάδια και τις πηγές κ.λπ
- συνώνυμο:
- υδροφόροσ