Translation meaning & definition of the word "aptly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αρεστά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aptly
[Εύστοχα]/æptli/
adverb
1. With competence
- In a competent capable manner
- "They worked competently"
- synonym:
- competently ,
- aptly ,
- ably ,
- capably
1. Με αρμοδιότητα
- Με ικανό τρόπο
- "Εργάστηκαν ικανοποιητικά"
- συνώνυμο:
- ικανοποιητικά ,
- εύστοχα ,
- αφρώδησ ,
- ευθυγραμμισμένα