Translation meaning & definition of the word "apropos" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άπρωπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apropos
[Απρόποση]/æprəpoʊ/
adjective
1. Of an appropriate or pertinent nature
- synonym:
- apropos
1. Κατάλληλου ή σχετικού χαρακτήρα
- συνώνυμο:
- απρόποσ
adverb
1. At an opportune time
- "Your letter arrived apropos"
- synonym:
- seasonably ,
- timely ,
- well-timed ,
- apropos
1. Στον κατάλληλο χρόνο
- "Το γράμμα σου έφτασε στην απρόπο"
- συνώνυμο:
- εποχιακά ,
- έγκαιρος ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- απρόποσ
2. Introducing a different topic
- In point of fact
- "Incidentally, i won't go to the party"
- synonym:
- by the way ,
- by the bye ,
- incidentally ,
- apropos
2. Εισαγωγή διαφορετικού θέματος
- Στο σημείο της πραγματικότητας
- "Τυχαία, δεν θα πάω στο πάρτι"
- συνώνυμο:
- παρεμπιπτόντως ,
- αντίο ,
- απρόποσ