Translation meaning & definition of the word "apron" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apron
[Ποδιά]/eprən/
noun
1. A garment of cloth or leather or plastic that is tied about the waist and worn to protect your clothing
- synonym:
- apron
1. Ένα ένδυμα από ύφασμα ή δέρμα ή πλαστικό που είναι δεμένο γύρω από τη μέση και φοριέται για να προστατεύσει τα ρούχα σας
- συνώνυμο:
- ποδιά
2. (golf) the part of the fairway leading onto the green
- synonym:
- apron
2. (γκολφ) το τμήμα της αυλής που οδηγεί στο πράσινο
- συνώνυμο:
- ποδιά
3. The part of a modern theater stage between the curtain and the orchestra (i.e., in front of the curtain)
- synonym:
- proscenium ,
- apron ,
- forestage
3. Το τμήμα μιας σύγχρονης σκηνής θεάτρου μεταξύ της κουρτίνας και της ορχήστρας (.δηλαδή, μπροστά από την κουρτίνα)
- συνώνυμο:
- προσκήνιο ,
- ποδιά ,
- δασοπονία
4. A paved surface where aircraft stand while not being used
- synonym:
- apron
4. Μια πλακόστρωτη επιφάνεια όπου τα αεροσκάφη στέκονται ενώ δεν χρησιμοποιούνται
- συνώνυμο:
- ποδιά