Translation meaning & definition of the word "apricot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περίπτερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apricot
[Βερίκοκο]/eprəkɑt/
noun
1. Asian tree having clusters of usually white blossoms and edible fruit resembling the peach
- synonym:
- apricot ,
- apricot tree
1. Ασιατικό δέντρο που έχει συστάδες συνήθως λευκών ανθών και βρώσιμων καρπών που μοιάζουν με το ροδάκινο
- συνώνυμο:
- βερίκοκο
2. Downy yellow to rosy-colored fruit resembling a small peach
- synonym:
- apricot
2. Κίτρινο έως ρόδινο φρούτο που μοιάζει με μικρό ροδάκινο
- συνώνυμο:
- βερίκοκο
3. A shade of pink tinged with yellow
- synonym:
- yellowish pink ,
- apricot ,
- peach ,
- salmon pink
3. Μια απόχρωση ροζ χρωματισμένη με κίτρινο χρώμα
- συνώνυμο:
- κιτρινωπό ροζ ,
- βερίκοκο ,
- ροδάκινο ,
- σολομός ροζ
Examples of using
Would you like some apricot jam?
Θα θέλατε μαρμελάδα βερίκοκο?
The apricot trees are in full blossom.
Τα βερίκοκα βρίσκονται σε πλήρη άνθηση.