Translation meaning & definition of the word "approximation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσέγγιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Approximation
[Προσέγγιση]/əprɑksəmeʃən/
noun
1. An approximate calculation of quantity or degree or worth
- "An estimate of what it would cost"
- "A rough idea how long it would take"
- synonym:
- estimate ,
- estimation ,
- approximation ,
- idea
1. Κατά προσέγγιση υπολογισμός της ποσότητας ή του βαθμού ή της αξίας
- "Μια εκτίμηση του τι θα κοστίσει"
- "Μια σκληρή ιδέα πόσο καιρό θα χρειαστεί"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση ,
- προσέγγιση ,
- ιδέα
2. The quality of coming near to identity (especially close in quantity)
- synonym:
- approximation
2. Η ποιότητα της προσέγγισης στην ταυτότητα (ειδικά κοντά σε ποσότητα)
- συνώνυμο:
- προσέγγιση
3. An imprecise or incomplete account
- "Newspapers gave only an approximation of the actual events"
- synonym:
- approximation
3. Ανακριβής ή ελλιπής λογαριασμός
- "Οι εφημερίδες έδωσαν μόνο μια προσέγγιση των πραγματικών γεγονότων"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση
4. The act of bringing near or bringing together especially the cut edges of tissue
- synonym:
- approximation ,
- bringing close together
4. Η πράξη της προσέγγισης ή της συγκέντρωσης ειδικά των κομμένων άκρων του ιστού
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- φέρνοντας κοντά