Translation meaning & definition of the word "approximate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσεγγιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Approximate
[Κατά προσέγγιση]/əprɑksəmət/
verb
1. Be close or similar
- "Her results approximate my own"
- synonym:
- approximate ,
- come close
1. Να είστε κοντά ή παρόμοια
- "Τα αποτελέσματα κατά προσέγγιση τα δικά μου"
- συνώνυμο:
- κατά προσέγγιση ,
- πλησιάζω
2. Judge tentatively or form an estimate of (quantities or time)
- "I estimate this chicken to weigh three pounds"
- synonym:
- estimate ,
- gauge ,
- approximate ,
- guess ,
- judge
2. Κρίνετε δοκιμαστικά ή σχηματίζετε μια εκτίμηση των (ποσότητες ή του )
- "Εκτιμώ ότι αυτό το κοτόπουλο ζυγίζει τρία κιλά"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση ,
- μετρητής ,
- κατά προσέγγιση ,
- μαντέψτε ,
- δικαστής
adjective
1. Not quite exact or correct
- "The approximate time was 10 o'clock"
- "A rough guess"
- "A ballpark estimate"
- synonym:
- approximate ,
- approximative ,
- rough
1. Όχι ακριβής ή σωστή
- "Ο κατά προσέγγιση χρόνος ήταν 10 η ώρα"
- "Μια τραχιά εικασία"
- "Εκτίμηση πάρκων"
- συνώνυμο:
- κατά προσέγγιση ,
- προσεγγιστικόσ ,
- τραχύς
2. Very close in resemblance
- "Sketched in an approximate likeness"
- "A near likeness"
- synonym:
- approximate ,
- near
2. Πολύ κοντά στην ομοιότητα
- "Συσκευασμένο σε μια κατά προσέγγιση ομοιότητα"
- "Μια σχεδόν ομοιότητα"
- συνώνυμο:
- κατά προσέγγιση ,
- κοντά
3. Located close together
- "With heads close together"
- "Approximate leaves grow together but are not united"
- synonym:
- approximate ,
- close together(p)
3. Βρίσκεται κοντά
- "Με τα κεφάλια κοντά"
- "Τα κατά προσέγγιση φύλλα μεγαλώνουν μαζί, αλλά δεν είναι ενωμένα"
- συνώνυμο:
- κατά προσέγγιση ,
- κλείστε μαζί()