Translation meaning & definition of the word "appropriation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστώσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Appropriation
[Πιστώσεισ]/əproʊprieʃən/
noun
1. Money set aside (as by a legislature) for a specific purpose
- synonym:
- appropriation
1. Τα χρήματα παραμερίζονται (ας από ένα νομοθετικό σώμα) για συγκεκριμένο σκοπό
- συνώνυμο:
- ιδιοποίηση
2. Incorporation by joining or uniting
- synonym:
- annexation ,
- appropriation
2. Ενσωμάτωση με ένταξη ή ενοποίηση
- συνώνυμο:
- προσάρτηση ,
- ιδιοποίηση
3. A deliberate act of acquisition of something, often without the permission of the owner
- "The necessary funds were obtained by the government's appropriation of the company's operating unit"
- "A person's appropriation of property belonging to another is dishonest"
- synonym:
- appropriation
3. Μια σκόπιμη πράξη απόκτησης κάποιου πράγματος, συχνά χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη
- "Τα απαραίτητα κεφάλαια ελήφθησαν από την ιδιοποίηση της λειτουργούσας μονάδας της κυβέρνησης"
- "Η ιδιοποίηση της περιουσίας ενός ατόμου που ανήκει σε ένα άλλο είναι ανέντιμη"
- συνώνυμο:
- ιδιοποίηση