Translation meaning & definition of the word "approachable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσβάσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Approachable
[Προσεγγίσιμη]/əproʊʧəbəl/
adjective
1. Capable of being read with comprehension
- "Readily accessible to the nonprofessional reader"
- "The tales seem more approachable than his more difficult novels"
- synonym:
- accessible ,
- approachable
1. Ικανό να διαβάζεται με κατανόηση
- "Εύκολα προσβάσιμο στον μη επαγγελματικό αναγνώστη"
- "Οι ιστορίες μοιάζουν πιο προσιτές από τα πιο δύσκολα μυθιστορήματά του"
- συνώνυμο:
- προσβάσιμοσ ,
- προσιτόσ
2. Easy to meet or converse or do business with
- "A friendly approachable person"
- synonym:
- approachable
2. Εύκολος να συναντήσει ή να συνομιλήσει ή να συνεργαστεί με
- "Ένα φιλικό προσιτό άτομο"
- συνώνυμο:
- προσιτόσ
3. Easily approached
- "A site approachable from a branch of the niger"
- synonym:
- approachable ,
- reachable
3. Πλησιάζει εύκολα
- "Ένας ιστότοπος προσιτός από έναν κλάδο του νίγηρα"
- συνώνυμο:
- προσιτόσ ,
- προσβάσιμοσ