Translation meaning & definition of the word "approach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσέγγιση" στην ελληνική γλώσσα
Approach
[Προσέγγιση]noun
1. Ideas or actions intended to deal with a problem or situation
- "His approach to every problem is to draw up a list of pros and cons"
- "An attack on inflation"
- "His plan of attack was misguided"
- synonym:
- approach ,
- attack ,
- plan of attack
1. Ιδέες ή ενέργειες που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης
- "Η προσέγγισή του σε κάθε πρόβλημα είναι να καταρτίσει μια λίστα με πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα"
- "Επίθεση στον πληθωρισμό"
- "Το σχέδιο της επίθεσης ήταν λανθασμένο"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- επίθεση ,
- σχέδιο επίθεσης
2. The act of drawing spatially closer to something
- "The hunter's approach scattered the geese"
- synonym:
- approach ,
- approaching ,
- coming
2. Η πράξη του να πλησιάζεις χωρικά πιο κοντά σε κάτι
- "Η προσέγγιση του κυνηγού σκόρπισε τις χήνες"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- πλησιάζω ,
- ερχόμενοσ
3. A way of entering or leaving
- "He took a wrong turn on the access to the bridge"
- synonym:
- access ,
- approach
3. Τρόπος εισόδου ή αποχώρησης
- "Πήρε μια λανθασμένη στροφή για την πρόσβαση στη γέφυρα"
- συνώνυμο:
- πρόσβαση ,
- προσέγγιση
4. The final path followed by an aircraft as it is landing
- synonym:
- approach path ,
- approach ,
- glide path ,
- glide slope
4. Το τελικό μονοπάτι που ακολουθείται από ένα αεροσκάφος καθώς προσγειώνεται
- συνώνυμο:
- πορεία προσέγγισης ,
- προσέγγιση ,
- πορεία ολίσθησης ,
- πλαγιά ολίσθησης
5. The event of one object coming closer to another
- synonym:
- approach ,
- approaching
5. Το γεγονός ενός αντικειμένου που έρχεται πιο κοντά σε ένα άλλο
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- πλησιάζω
6. A tentative suggestion designed to elicit the reactions of others
- "She rejected his advances"
- synonym:
- overture ,
- advance ,
- approach ,
- feeler
6. Μια δοκιμαστική πρόταση σχεδιασμένη να προκαλεί τις αντιδράσεις των άλλων
- "Απέρριψε τις προόδους του"
- συνώνυμο:
- προσπέρασμα ,
- προκαταβολή ,
- προσέγγιση ,
- νιώθων
7. The temporal property of becoming nearer in time
- "The approach of winter"
- synonym:
- approach ,
- approaching ,
- coming
7. Η χρονική ιδιότητα του να γίνεται πιο κοντά στο χρόνο
- "Η προσέγγιση του χειμώνα"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- πλησιάζω ,
- ερχόμενοσ
8. A close approximation
- "The nearest approach to genius"
- synonym:
- approach
8. Στενή προσέγγιση
- "Η πλησιέστερη προσέγγιση στην ιδιοφυΐα"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση
9. A relatively short golf shot intended to put the ball onto the putting green
- "He lost the hole when his approach rolled over the green"
- synonym:
- approach ,
- approach shot
9. Μια σχετικά σύντομη βολή γκολφ που προορίζεται να βάλει την μπάλα πάνω στο πράσινο
- "Έχασε την τρύπα όταν η προσέγγισή του έλασε πάνω από το πράσινο"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- πυροβολισμός προσέγγισης
verb
1. Move towards
- "We were approaching our destination"
- "They are drawing near"
- "The enemy army came nearer and nearer"
- synonym:
- approach ,
- near ,
- come on ,
- go up ,
- draw near ,
- draw close ,
- come near
1. Προχωρώ
- "Πλησιάζουμε στον προορισμό μας"
- "Πλησιάζουν"
- "Ο στρατός του εχθρού ήρθε πιο κοντά και πιο κοντά"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- κοντά ,
- ελάτε ,
- ανεβαίνω ,
- πλησιάζω
2. Come near or verge on, resemble, come nearer in quality, or character
- "This borders on discrimination!"
- "His playing approaches that of horowitz"
- synonym:
- border on ,
- approach
2. Ελάτε κοντά ή πλησιάστε, μοιάστε, ελάτε πιο κοντά στην ποιότητα ή το χαρακτήρα
- "Συνορεύει με τις διακρίσεις!"
- "Το παιχνίδι πλησιάζει αυτό του χόροβιτς"
- συνώνυμο:
- συνορεύω με ,
- προσέγγιση
3. Begin to deal with
- "Approach a task"
- "Go about a difficult problem"
- "Approach a new project"
- synonym:
- set about ,
- go about ,
- approach
3. Αρχίζω να ασχολούμαι με
- "Προσβάλετε μια εργασία"
- "Πάμε για ένα δύσκολο πρόβλημα"
- "Προσεγγίστε ένα νέο έργο"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- πηγαίνω ,
- προσέγγιση
4. Come near in time
- "Winter is approaching"
- "Approaching old age"
- synonym:
- approach ,
- come near
4. Πλησιάζω εγκαίρως
- "Ο χειμώνας πλησιάζει"
- "Πλησιάζοντας τα γηρατειά"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση ,
- πλησιάζω
5. Make advances to someone, usually with a proposal or suggestion
- "I was approached by the president to serve as his adviser in foreign matters"
- synonym:
- approach
5. Κάντε πρόοδο σε κάποιον, συνήθως με μια πρόταση ή μια πρόταση
- "Με πλησίασε ο πρόεδρος για να υπηρετήσω ως σύμβουλός του σε ξένα θέματα"
- συνώνυμο:
- προσέγγιση