Translation meaning & definition of the word "apprise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Apprise
[Ανακατασκευή]/əpraɪz/
verb
1. Inform (somebody) of something
- "I advised him that the rent was due"
- synonym:
- advise ,
- notify ,
- give notice ,
- send word ,
- apprise ,
- apprize
1. Ενημερώστε (κάποιος) για κάτι
- "Τον συμβούλεψα ότι το ενοίκιο ήταν απαραίτητο"
- συνώνυμο:
- συμβουλεύω ,
- κοινοποιώ ,
- ειδοποιώ ,
- στείλτε λέξη ,
- ανασκευή ,
- επιφυλάσσω
2. Make aware of
- "Have the students been apprised of the tuition hike?"
- synonym:
- instruct ,
- apprise ,
- apprize
2. Ενημερώνω
- "Οι μαθητές έχουν αναλάβει την αύξηση των διδάκτρων?"
- συνώνυμο:
- καθοδηγώ ,
- ανασκευή ,
- επιφυλάσσω
3. Gain in value
- "The yen appreciated again!"
- synonym:
- appreciate ,
- apprize ,
- apprise ,
- revalue
3. Κέρδος σε αξία
- "Το γιεν εκτίμησε και πάλι!"
- συνώνυμο:
- εκτιμώ ,
- επιφυλάσσω ,
- ανασκευή ,
- ανατίμηση
4. Increase the value of
- "The germans want to appreciate the deutsche mark"
- synonym:
- appreciate ,
- apprize ,
- apprise
4. Αυξήστε την αξία του
- "Οι γερμανοί θέλουν να εκτιμήσουν το μάρκο του ντιούτσε"
- συνώνυμο:
- εκτιμώ ,
- επιφυλάσσω ,
- ανασκευή